αεκητι

αεκητι
    ἀέκητι
    ἀ-έκητῐ
    praep. cum gen. против воли, наперекор, вопреки
    

(τινος Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αεκητι" в других словарях:

  • αέκητι — ἀέκητι (επικό επίρρημα) (Α) παρά τη θέληση κάποιου, ακούσια, αθέλητα (στον Όμηρο συχνά με γεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέκων το επίρρημα αρχικά είχε τη γεν. θεῶν (ἀέκητι θεῶν= παρά τη θέληση τών θεών) ως απαραίτητο συμπλήρωμα. Με βάση την παρατήρηση αυτή …   Dictionary of Greek

  • ἀέκητι — against one s will epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αέκων — ἀέκων, ούσα, ον (Α) επικός και ιωνικός τύπος αντί άκων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἑκών. ΠΑΡ. αρχ. ἀέκητι, ἀεκαζόμενος] …   Dictionary of Greek

  • κτήμα — Επίσημη ονομασία της κυπριακής πόλης Πάφου μέχρι το 1971. Βλ. λ. Πάφος. * * * και χτήμα, το (AM κτῆμα) [κτώμαι] 1. αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει κάποιος, αυτό που ανήκει στην κυριότητα κάποιου (α. «αυτό το βιβλίο δεν είναι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»